Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεβίζω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
σύσσημον
συσσήπω
View word page
συσσαρκωτικός
depending on

ShortDef

depending on

Debugging

Headword:
συσσαρκωτικός
Headword (normalized):
συσσαρκωτικός
Headword (normalized/stripped):
συσσαρκωτικος
IDX:
85903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85904
Key:

Data

{'content': 'depending on'}