Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεβίζω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
σύσσημον
View word page
συσσάρκωσις
a being overgrown with flesh

ShortDef

a being overgrown with flesh

Debugging

Headword:
συσσάρκωσις
Headword (normalized):
συσσάρκωσις
Headword (normalized/stripped):
συσσαρκωσις
IDX:
85902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85903
Key:

Data

{'content': 'a being overgrown with flesh'}