Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεβίζω
συσσεισμός
συσσείω
συσσεύω
συσσημαίνω
συσσημαντικός
συσσημειόομαι
View word page
συσσαρκόομαι
to be grown over with flesh also
ShortDef
to be grown over with flesh also
Debugging
Headword:
συσσαρκόομαι
Headword (normalized):
συσσαρκόομαι
Headword (normalized/stripped):
συσσαρκοομαι
IDX:
85901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85902
Key:
Data
{'content': 'to be grown over with flesh also'}