Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεβίζω
συσσεισμός
View word page
σύσπορος
sown together
ShortDef
sown together
Debugging
Headword:
σύσπορος
Headword (normalized):
σύσπορος
Headword (normalized/stripped):
συσπορος
IDX:
85896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85897
Key:
Data
{'content': 'sown together'}