Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
συσσεβίζω
View word page
συσποδόω
mince up
ShortDef
mince up
Debugging
Headword:
συσποδόω
Headword (normalized):
συσποδόω
Headword (normalized/stripped):
συσποδοω
IDX:
85895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85896
Key:
Data
{'content': 'mince up'}