Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
συσσαρκωτικός
συσσάττω
View word page
συσπλαγχνεύω
to join in eating the sacrificial meat
ShortDef
to join in eating the sacrificial meat
Debugging
Headword:
συσπλαγχνεύω
Headword (normalized):
συσπλαγχνεύω
Headword (normalized/stripped):
συσπλαγχνευω
IDX:
85894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85895
Key:
Data
{'content': 'to join in eating the sacrificial meat'}