Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
συσσάρκωσις
View word page
συσπεύδω
to assist zealously

ShortDef

to assist zealously

Debugging

Headword:
συσπεύδω
Headword (normalized):
συσπεύδω
Headword (normalized/stripped):
συσπευδω
IDX:
85892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85893
Key:

Data

{'content': 'to assist zealously'}