Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
συσσαραπιαστής
συσσαρκόομαι
View word page
συσπένδω
to join in making a libation

ShortDef

to join in making a libation

Debugging

Headword:
συσπένδω
Headword (normalized):
συσπένδω
Headword (normalized/stripped):
συσπενδω
IDX:
85891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85892
Key:

Data

{'content': 'to join in making a libation'}