Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
συσσαίνομαι
View word page
συσπειρόω
coil up

ShortDef

coil up

Debugging

Headword:
συσπειρόω
Headword (normalized):
συσπειρόω
Headword (normalized/stripped):
συσπειροω
IDX:
85889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85890
Key:

Data

{'content': 'coil up'}