Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
συσπουδαστικός
View word page
συσπειράω
contract

ShortDef

contract

Debugging

Headword:
συσπειράω
Headword (normalized):
συσπειράω
Headword (normalized/stripped):
συσπειραω
IDX:
85888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85889
Key:

Data

{'content': 'contract'}