Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
συσποδόω
σύσπορος
συσπουδάζω
View word page
συσπάω
to draw together, draw up, contract

ShortDef

to draw together, draw up, contract

Debugging

Headword:
συσπάω
Headword (normalized):
συσπάω
Headword (normalized/stripped):
συσπαω
IDX:
85887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85888
Key:

Data

{'content': 'to draw together, draw up, contract'}