Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
συσπιλόω
συσπλαγχνεύω
View word page
συσπαράσσω
to tear in pieces

ShortDef

to tear in pieces

Debugging

Headword:
συσπαράσσω
Headword (normalized):
συσπαράσσω
Headword (normalized/stripped):
συσπαρασσω
IDX:
85884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85885
Key:

Data

{'content': 'to tear in pieces'}