Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
συσπένδω
συσπεύδω
View word page
συσμηρίζω
fit together

ShortDef

fit together

Debugging

Headword:
συσμηρίζω
Headword (normalized):
συσμηρίζω
Headword (normalized/stripped):
συσμηριζω
IDX:
85882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85883
Key:

Data

{'content': 'fit together'}