Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
συσπειράω
συσπειρόω
συσπείρω
View word page
συσκύλλομαι
give
ShortDef
give
Debugging
Headword:
συσκύλλομαι
Headword (normalized):
συσκύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
συσκυλλομαι
IDX:
85880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85881
Key:
Data
{'content': 'give'}