Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
συσπάω
View word page
συσκοτάζω
to grow quite dark

ShortDef

to grow quite dark

Debugging

Headword:
συσκοτάζω
Headword (normalized):
συσκοτάζω
Headword (normalized/stripped):
συσκοταζω
IDX:
85877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85878
Key:

Data

{'content': 'to grow quite dark'}