Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
σύσπαστος
View word page
συσκοπέω
to contemplate along with
ShortDef
to contemplate along with
Debugging
Headword:
συσκοπέω
Headword (normalized):
συσκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συσκοπεω
IDX:
85876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85877
Key:
Data
{'content': 'to contemplate along with'}