Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
συσπαράσσω
σύσπασις
View word page
συσκιρτάω
leap together

ShortDef

leap together

Debugging

Headword:
συσκιρτάω
Headword (normalized):
συσκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
συσκιρταω
IDX:
85875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85876
Key:

Data

{'content': 'leap together'}