Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκηνήτρια
συσκηνία
συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
συσμαραγέω
συσμηρίζω
συσμικρύνω
View word page
σύσκιος
closely shaded, thickly shaded

ShortDef

closely shaded, thickly shaded

Debugging

Headword:
σύσκιος
Headword (normalized):
σύσκιος
Headword (normalized/stripped):
συσκιος
IDX:
85873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85874
Key:

Data

{'content': 'closely shaded, thickly shaded'}