Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία
συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
συσκοτόομαι
συσκυθρωπάζω
συσκύλλομαι
View word page
συσκιάζω
to shade quite over, throw a shade over, shade closely

ShortDef

to shade quite over, throw a shade over, shade closely

Debugging

Headword:
συσκιάζω
Headword (normalized):
συσκιάζω
Headword (normalized/stripped):
συσκιαζω
IDX:
85870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85871
Key:

Data

{'content': 'to shade quite over, throw a shade over, shade closely'}