Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία
συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
συσκιρτάω
συσκοπέω
συσκοτάζω
View word page
σύσκηνος
one who lives in the same tent, a messmate

ShortDef

one who lives in the same tent, a messmate

Debugging

Headword:
σύσκηνος
Headword (normalized):
σύσκηνος
Headword (normalized/stripped):
συσκηνος
IDX:
85867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85868
Key:

Data

{'content': 'one who lives in the same tent, a messmate'}