Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία
συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
συσκιρόομαι
View word page
συσκηνία
a dwelling in one tent

ShortDef

a dwelling in one tent

Debugging

Headword:
συσκηνία
Headword (normalized):
συσκηνία
Headword (normalized/stripped):
συσκηνια
IDX:
85864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85865
Key:

Data

{'content': 'a dwelling in one tent'}