Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία
συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
συσκιάζω
συσκίασις
συσκίασμα
σύσκιος
View word page
συσκηνήτρια
female messmate

ShortDef

female messmate

Debugging

Headword:
συσκηνήτρια
Headword (normalized):
συσκηνήτρια
Headword (normalized/stripped):
συσκηνητρια
IDX:
85863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85864
Key:

Data

{'content': 'female messmate'}