Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία
συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
συσκήνωσις
View word page
συσκευωρέομαι
to contrive, organise

ShortDef

to contrive, organise

Debugging

Headword:
συσκευωρέομαι
Headword (normalized):
συσκευωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
συσκευωρεομαι
IDX:
85859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85860
Key:

Data

{'content': 'to contrive, organise'}