Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία
συσκήνια
συσκήνιος
σύσκηνος
συσκηνόω
View word page
συσκευοφορέω
carry baggage together

ShortDef

carry baggage together

Debugging

Headword:
συσκευοφορέω
Headword (normalized):
συσκευοφορέω
Headword (normalized/stripped):
συσκευοφορεω
IDX:
85858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85859
Key:

Data

{'content': 'carry baggage together'}