Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
συσκηνία
View word page
συσκευάζω
to make ready by putting together, to pack up
ShortDef
to make ready by putting together, to pack up
Debugging
Headword:
συσκευάζω
Headword (normalized):
συσκευάζω
Headword (normalized/stripped):
συσκευαζω
IDX:
85854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85855
Key:
Data
{'content': 'to make ready by putting together, to pack up'}