Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
συσκηνέω
συσκηνήτρια
View word page
συσκέπω
cooperio
ShortDef
cooperio
Debugging
Headword:
συσκέπω
Headword (normalized):
συσκέπω
Headword (normalized/stripped):
συσκεπω
IDX:
85853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85854
Key:
Data
{'content': 'cooperio'}