Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
σύσκεψις
View word page
συσκεπάζω
cover entirely
ShortDef
cover entirely
Debugging
Headword:
συσκεπάζω
Headword (normalized):
συσκεπάζω
Headword (normalized/stripped):
συσκεπαζω
IDX:
85851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85852
Key:
Data
{'content': 'cover entirely'}