Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
συσκευώρημα
View word page
σύσκεμμα
joint consideration

ShortDef

joint consideration

Debugging

Headword:
σύσκεμμα
Headword (normalized):
σύσκεμμα
Headword (normalized/stripped):
συσκεμμα
IDX:
85850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85851
Key:

Data

{'content': 'joint consideration'}