Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
συσκευάζω
συσκευασία
συσκευαστής
συσκευή
συσκευοφορέω
συσκευωρέομαι
View word page
συσκέλλω
dry up
ShortDef
dry up
Debugging
Headword:
συσκέλλω
Headword (normalized):
συσκέλλω
Headword (normalized/stripped):
συσκελλω
IDX:
85849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85850
Key:
Data
{'content': 'dry up'}