Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
σύσκεμμα
συσκεπάζω
συσκεπτέον
συσκέπω
View word page
συρφετώδης
jumbled together, promiscuous
ShortDef
jumbled together, promiscuous
Debugging
Headword:
συρφετώδης
Headword (normalized):
συρφετώδης
Headword (normalized/stripped):
συρφετωδης
IDX:
85843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85844
Key:
Data
{'content': 'jumbled together, promiscuous'}