Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
συσκέλλω
View word page
συρτός
swept

ShortDef

swept
name of a dance

Debugging

Headword:
συρτός
Headword (normalized):
συρτός
Headword (normalized/stripped):
συρτος
IDX:
85839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85840
Key:

Data

{'content': 'swept'}