Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
συσκεδάννυμι
View word page
Σύρτις
the Syrtis

ShortDef

the Syrtis

Debugging

Headword:
Σύρτις
Headword (normalized):
σύρτις
Headword (normalized/stripped):
συρτις
IDX:
85838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85839
Key:

Data

{'content': 'the Syrtis'}