Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
συσκάπτω
View word page
σύρτης
cord for drawing with, rein
ShortDef
cord for drawing with, rein
Debugging
Headword:
σύρτης
Headword (normalized):
σύρτης
Headword (normalized/stripped):
συρτης
IDX:
85837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85838
Key:
Data
{'content': 'cord for drawing with, rein'}