Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
συσιναπιστέον
View word page
σύρσις
drawing
ShortDef
drawing
Debugging
Headword:
σύρσις
Headword (normalized):
σύρσις
Headword (normalized/stripped):
συρσις
IDX:
85836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85837
Key:
Data
{'content': 'drawing'}