Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
συρφετώδης
σύρω
συσβέννυμι
View word page
συρρώομαι
rushed also
ShortDef
rushed also
Debugging
Headword:
συρρώομαι
Headword (normalized):
συρρώομαι
Headword (normalized/stripped):
συρρωομαι
IDX:
85835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85836
Key:
Data
{'content': 'rushed also'}