Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
σύρφαξ
συρφετός
View word page
σύρροος
flowing together, confluent

ShortDef

flowing together, confluent

Debugging

Headword:
σύρροος
Headword (normalized):
σύρροος
Headword (normalized/stripped):
συρροος
IDX:
85832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85833
Key:

Data

{'content': 'flowing together, confluent'}