Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
συρτός2
View word page
συρρίπτω
throw together
ShortDef
throw together
Debugging
Headword:
συρρίπτω
Headword (normalized):
συρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
συρριπτω
IDX:
85830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85831
Key:
Data
{'content': 'throw together'}