Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
συρτός
View word page
σύρριζος
joined to the root, root and all

ShortDef

joined to the root, root and all

Debugging

Headword:
σύρριζος
Headword (normalized):
σύρριζος
Headword (normalized/stripped):
συρριζος
IDX:
85829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85830
Key:

Data

{'content': 'joined to the root, root and all'}