Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
Σύρτις
View word page
συρριζόομαι
to have the roots united

ShortDef

to have the roots united

Debugging

Headword:
συρριζόομαι
Headword (normalized):
συρριζόομαι
Headword (normalized/stripped):
συρριζοομαι
IDX:
85828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85829
Key:

Data

{'content': 'to have the roots united'}