Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
σύρτης
View word page
συρρητορεύω
to be a rhetorician with

ShortDef

to be a rhetorician with

Debugging

Headword:
συρρητορεύω
Headword (normalized):
συρρητορεύω
Headword (normalized/stripped):
συρρητορευω
IDX:
85827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85828
Key:

Data

{'content': 'to be a rhetorician with'}