Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
συρρώομαι
σύρσις
View word page
συρρήσσω
confligo
ShortDef
confligo
Debugging
Headword:
συρρήσσω
Headword (normalized):
συρρήσσω
Headword (normalized/stripped):
συρρησσω
IDX:
85826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85827
Key:
Data
{'content': 'confligo'}