Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
συρρώννυμαι
View word page
συρρήγνυμι
to break in pieces

ShortDef

to break in pieces

Debugging

Headword:
συρρήγνυμι
Headword (normalized):
συρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συρρηγνυμι
IDX:
85824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85825
Key:

Data

{'content': 'to break in pieces'}