Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
σύρροπον
View word page
σύρρηγμα
clash, collision

ShortDef

clash, collision

Debugging

Headword:
σύρρηγμα
Headword (normalized):
σύρρηγμα
Headword (normalized/stripped):
συρρηγμα
IDX:
85823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85824
Key:

Data

{'content': 'clash, collision'}