Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
συρροή
σύρροος
View word page
συρρέω
to flow together

ShortDef

to flow together

Debugging

Headword:
συρρέω
Headword (normalized):
συρρέω
Headword (normalized/stripped):
συρρεω
IDX:
85822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85823
Key:

Data

{'content': 'to flow together'}