Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
συρρίπτω
View word page
συρρέπω
incline together

ShortDef

incline together

Debugging

Headword:
συρρέπω
Headword (normalized):
συρρέπω
Headword (normalized/stripped):
συρρεπω
IDX:
85820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85821
Key:

Data

{'content': 'incline together'}