Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
σύρριζος
View word page
συρρέμβομαι
roam together

ShortDef

roam together

Debugging

Headword:
συρρέμβομαι
Headword (normalized):
συρρέμβομαι
Headword (normalized/stripped):
συρρεμβομαι
IDX:
85819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85820
Key:

Data

{'content': 'roam together'}