Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
συρριζόομαι
View word page
συρρέζω
to do sacrifice together

ShortDef

to do sacrifice together

Debugging

Headword:
συρρέζω
Headword (normalized):
συρρέζω
Headword (normalized/stripped):
συρρεζω
IDX:
85818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85819
Key:

Data

{'content': 'to do sacrifice together'}