Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
συρρητορεύω
View word page
συρραφή
sewing together, seam

ShortDef

sewing together, seam

Debugging

Headword:
συρραφή
Headword (normalized):
συρραφή
Headword (normalized/stripped):
συρραφη
IDX:
85817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85818
Key:

Data

{'content': 'sewing together, seam'}