Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρρήσσω
View word page
συρραφεύς
one who stitches together

ShortDef

one who stitches together

Debugging

Headword:
συρραφεύς
Headword (normalized):
συρραφεύς
Headword (normalized/stripped):
συρραφευς
IDX:
85816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85817
Key:

Data

{'content': 'one who stitches together'}