Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σῦρος
σύρος2
Συροφοῖνιξ
σύρραγμα
συρρᾳδιουργέω
συρραθαγέω
συρραΐζω
σύρραξις
συρραπτός
συρράπτω
συρράσσω
συρρᾳστωνέω
συρραφεύς
συρραφή
συρρέζω
συρρέμβομαι
συρρέπω
σύρρευσις
συρρέω
σύρρηγμα
συρρήγνυμι
View word page
συρράσσω
dash together, fight with
ShortDef
dash together, fight with
Debugging
Headword:
συρράσσω
Headword (normalized):
συρράσσω
Headword (normalized/stripped):
συρρασσω
IDX:
85814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85815
Key:
Data
{'content': 'dash together, fight with'}